επιγραφή

From LSJ
Revision as of 09:30, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιγραφή) επιγράφω
1. αυτό που είναι γραμμένο πάνω σε κάτι
2. τίτλος συγγράμματος
3. πινακίδα στην οποία γράφεται η ονομασία καταστήματος, ιδρύματος κ.λπ.
νεοελλ.
φρ. «επιγραφή επιστολής» — η αναγραφή του ονόματος και της διεύθυνσης του παραλήπτη
μσν.
υπογραφή
αρχ.
1. ονομασία πλοίου
2. η απόδοση μιας πράξης στον δράστη της («τὴν ἐπιγραφὴν τῶν πραγμάτων λαβεῖν», Πολ.)
3. (στην Αθήνα) η καταγραφή τών ονομάτων τών αντιδίκων στη δίκη
4. παρεμβολή σε έγγραφο
5. στον πληθ. αἱ ἐπιγραφαί
καταγραφή τών περιουσιών για επιβολή φορολογίας
6. φόρος, δασμός
7. φορολογική εκτίμηση
8. επίταξη υποζυγίων.