επίγονος

From LSJ
Revision as of 08:03, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

-ο (AM ἐπίγονος, -ον)
απόγονος, διάδοχος, κληρονόμος («μενεῖ κτέανά τ' ἐπιγόνοις», Αισχ.)
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε μετά από άλλο (ειδ. για διδύμους)
2. αυτός που γεννήθηκε μετά τον επίδοξο κληρονόμο («ἐὰν δέ τισιν... πλείους ἐπίγονοι γίγνωνται», Πλάτ.)
3. σώμα νεαρών βαρβάρων στον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου
4. αυτός που γεννήθηκε από δεύτερο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γόνος (< γί-γν-ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του αρχικού θ. -γεν-].