επιδήμιος

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

ἐπιδήμιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. η επιδημία
αρχ.-μσν.
(για νόσο) επιδημικός
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην πατρίδα του
3. (για πόλεμο) εμφύλιος
4. ο εγκατεστημένος σε ξένη χώρα («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», Ηρόδ.)
5. (για τρόπο, ενέργεια κ.λπ.) κοινός, συνηθισμένος
6. καθιερωμένος κάπου ως έθιμο
7. το ουδ. ως ουσ. τά ἐπιδήμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημ-ιος (< δήμος)].