ἐπισφακελίζω
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
A become gangrenous, sphacelate, Hp.Art.14, Aret. SD2.9.
German (Pape)
[Seite 988] auf der Oberfläche entzündet, brandig werden, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισφᾰκελίζω: γίνομαι γαγγραινώδης, ἢν μὴ ἐπισφακελίσῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπισφακελίζω (Α)
σχηματίζω σφάκελο, γάγγραινα, γαγγραινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφακελ-ίζω (< σφάκελ-ος «γάγγραινα»)].