ἀντιφράζω
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
A translate, Gal.11.793. II express by antithesis or negation, Trypho Trop.2.15 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφράζω: μέλλ. -άσω, φράζω δι’ ἄλλου ἢ δι’ ἀντιθέτου ὀνόματος, Γαλην. 13, σ. 143, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 755.