επιχώριος

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιχώριος, -ον και -ος, -α, -ον)
1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.)
2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιχώριον
1. η συνήθεια που επικρατεί σε έναν τόπο («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», Αριστοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα χρήση
3. όπως είναι συνήθεια σε μια χώρα να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῑν»)
4. στον πληθ. τα κοινά πράγματα
5. οικείος («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώρα + κατάλ. -ιος].