ὑψιπέτης

From LSJ
Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπέτης Medium diacritics: ὑψιπέτης Low diacritics: υψιπέτης Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: hypsipétēs Transliteration B: hypsipetēs Transliteration C: ypsipetis Beta Code: u(yipe/ths

English (LSJ)

ου, Dor. ὑψῐ-πέτας, α, ὁ: (πέτομαι):—

   A high-flying, soaring, αἰετός Il.12.201,219, Od.20.243; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105; γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr.476 = Ar. Av.1337 (lyr.): Comp. -έστερος Herm. ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς (contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπέτης: -ου, Δωρ. -πέτας, α, ὁ· (√ΠΕΤ, πέτομαι)· ― ὁ εἰς ὕψος πετόμενος, αἰετὸς Ἰλ. Μ. 201, 219, Ὀδ. Υ. 243, Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1337· ἄνεμοι Πινδ. Π. 3. 189· συγκρ. -έστερος, ὅσα ὑψιπετέστερά ἐστι τῶν ὀρνέων Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1, 996· ― τινὲς τῶν γραμματ. ἔγραψαν ὑψιπεπετῆς (κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ ὑψιπετήεις), ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Εὐστ. (1520, 60) λέγει: «τὰ ἀπὸ τοῦ πέτεσθαι γινόμενα βαρύνονται, οἷον “ἀετὸς ὑψιπέτης” καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ ἀπὸ τοῦ πεσεῖν ὀξύνονται, οἷον, “παλλάδιον ὑψιπετές”». ― Περὶ τοῦ ὑψιπέτης καὶ ὑψιπετὴς, ἴδε Κόντον ἐν Ποικίλοις Φιλολογικοῖς Χαριτωνίδου 270, 861, 309, 310 κἑξ.