ἑτοιμοπειθής

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοπειθής Medium diacritics: ἑτοιμοπειθής Low diacritics: ετοιμοπειθής Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: hetoimopeithḗs Transliteration B: hetoimopeithēs Transliteration C: etoimopeithis Beta Code: e(toimopeiqh/s

English (LSJ)

ές,

   A ready to obey, Hdn.Epim.38.

German (Pape)

[Seite 1052] ές, bereit zu gehorchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοπειθής: -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.

Greek Monolingual

ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ-πειθής].