μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, -ές (Α)
1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος
2. ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άντης (πρβλ. εξ-άντης, αν-άντης, προσ-άντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. άντα, άντην, αντί)].