Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
εὐαλδής, -ές (Α)
1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.).
επίρρ...
ευαλδέως
με εύκολη, γρήγορη αύξηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αν-αλδής, νε-αλδής].