ευαλδής
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
εὐαλδής, -ές (Α)
1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.).
επίρρ...
ευαλδέως
με εύκολη, γρήγορη αύξηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αναλδής, νεαλδής].