εύγε

From LSJ
Revision as of 09:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὖγε, Α και εὖ γε)
(επιφών. επιδοκιμασίας, συχνά σε διπλή ή και τριπλή εκφορά) ωραία! πολύ καλά! μπράβο! («εὖγε, ὦ βέλτιστε», Πλάτ.)
αρχ.
1. επίρρ. (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει κάποιος αυτά που έχουν ειπωθεί) ορθά, σωστά (α. «εὖγε λέγεις», Πλάτ.
β. «εὖγε μέντ' ἂν διετέθην», Αριστοφ.)
2. φρ. (για παρότρυνση σκυλιών) «εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθαι») (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βεβαιωτικό μόριο γε (πρβλ. έγω-γε, μενούν-γε, όσ-γε)].