εὐδαίδαλος

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαίδᾰλος Medium diacritics: εὐδαίδαλος Low diacritics: ευδαίδαλος Capitals: ΕΥΔΑΙΔΑΛΟΣ
Transliteration A: eudaídalos Transliteration B: eudaidalos Transliteration C: evdaidalos Beta Code: eu)dai/dalos

English (LSJ)

ον,

   A beautifully wrought, νᾶα B. 16.88; ναόν Id.Fr.11.3.

German (Pape)

[Seite 1060] schön, kunstvoll gearbeitet, ναός, Bacchyl. bei D. Hal. D. V. p. 400.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαίδᾰλος: -ον, καλῶς, κομψῶς εἰργασμένος, εὐδαίδαλον νᾶα Βακχυλ. XVII. 89, ἔκδ. Kenyon, Ἀνθ. Π. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
artistement travaillé.
Étymologie: εὖ, δαίδαλος.

Greek Monolingual

εὐδαίδαλος, -ον (Α)
ο περίτεχνα κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαίδαλος «τεχνικά κατασκευασμένος»].

Greek Monotonic

εὐδαίδᾰλος: -ον, καλοδουλεμένος, σε Ανθ.