φατειός
From LSJ
English (LSJ)
η, όν,
A speakable, οὔ τι φατειός unutterable, unspeakable, of horrid objects, Κέρβερος, Φόβος, ὄφιες, Hes.Th.310, Sc.144, 161; φάσμα καρτερὸν οὔ τι φ. Menoph.Damasc. ap. Stob.4.21.7.
German (Pape)
[Seite 1258] poet. = φατέος, οὔτι φατειός, unaussprechlich, unsäglich, erschrecklich, nur Hes. Th. 310 Sc. 144. 161.