ἐφημερόβιος

From LSJ
Revision as of 22:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφημερόβῐος Medium diacritics: ἐφημερόβιος Low diacritics: εφημερόβιος Capitals: ΕΦΗΜΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: ephēmeróbios Transliteration B: ephēmerobios Transliteration C: efimerovios Beta Code: e)fhmero/bios

English (LSJ)

ον,    A living for the day, from hand to mouth, χειροτέχνης Ph.2.389, cf. Ptol.Tetr.160.

Greek Monolingual

ἐφημερόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέρα με τη μέρα, με το εισόδημα της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος + βίος.