εχθαίρω

From LSJ
Revision as of 19:47, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἐχθαίρω)
εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ.
β. «ἵν' ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. παθ. εχθαίρομαι
είμαι μισητός, μισούμαι
(α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», Σοφ.
«ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῦ», Σοφ.)
2. (για πράγματα, καταστάσεις κ.λπ.) αποστρέφομαι («οὕς γε καὶ τὸν ἥλιον φασιν ἐχθαίρειν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εχθαίρω προϋποθέτει πιθ. έναν πρώιμο αρχ. τ. ουδ. έχθαρ «μίσος» < έχθος].