ζιζανιοκτόνος

Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια
2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο)
χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + -κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο-κτόνος, πατρο-κτόνος.