ζυγοστατώ

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

(AM ζυγοστατῶ, -έω) ζυγοστάτης
σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω
μσν.
1. κάνω κάτι να ισορροπήσει
2. ελέγχω, κρίνω
3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.)
αρχ.
1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής
2. παθ. ζυγοστατοῦμαι, -έομαι
βρίσκομαι σε ισορροπία, ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι
3. (για πόλεμο) είμαι αμφίρροπος.