ημιόδιος

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ-όδιος].