θεατρόμορφος

From LSJ
Revision as of 15:52, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτρόμορφος Medium diacritics: θεατρόμορφος Low diacritics: θεατρόμορφος Capitals: ΘΕΑΤΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: theatrómorphos Transliteration B: theatromorphos Transliteration C: theatromorfos Beta Code: qeatro/morfos

English (LSJ)

ον,= θεατροειδής,

   A theatre-shaped, Lyc.600.

German (Pape)

[Seite 1190] = θεατροειδής, Lycophr. 600.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρόμορφος: -ον, = θεατροειδής, ἔχων σχῆμα θεάτρου, Λυκ. 600.

Greek Monolingual

θεατρόμορφος, -ον (Α)
θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος].