θεόπρεπτος

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόπρεπτος Medium diacritics: θεόπρεπτος Low diacritics: θεόπρεπτος Capitals: ΘΕΟΠΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theópreptos Transliteration B: theopreptos Transliteration C: theopreptos Beta Code: qeo/preptos

English (LSJ)

ον,= foreg., v.l. in A.Pers.905 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1197] = θεοπρεπής, Or. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

θεόπρεπτος: -ον, =τῷ προηγ., διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 904∙ ἴδε θεότρεπτος.

Greek Monolingual

θεόπρεπτος, -ον (Α)
ο θεοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρεπτος (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος, πάμ-πρεπτος].

Russian (Dvoretsky)

θεόπρεπτος: Aesch. = θεοπρεπής (v. l. θεότρεπτος).