θερμόφιλος

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τη θερμότητα
2. βιολ. (για μικροοργανισμό) ικανός να ζήσει σε υψηλές θερμοκρασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermophile < thermo- (πρβλ. θερμο-) + -phile (πρβλ. φίλος)].