ησυχή

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)
επίρρ.
1. ήρεμα, ήσυχα
2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγάἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.)
3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.)
4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεσηἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)
5. μυστικά, κρυφά
6. λίγο, ελαφράἡσυχῇ κεκλιμένον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + επίρρ. κατάλ. -, (πρβλ. κοιν-].