θηριόβρωτος

From LSJ
Revision as of 21:51, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόβρωτος Medium diacritics: θηριόβρωτος Low diacritics: θηριόβρωτος Capitals: ΘΗΡΙΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thērióbrōtos Transliteration B: thēriobrōtos Transliteration C: thiriovrotos Beta Code: qhrio/brwtos

English (LSJ)

ον,= θηρόβορος, D.S.18.36.

German (Pape)

[Seite 1209] von Thieren verzehrt, D. Sic. 18, 36.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Διόδ. 18. 36· χιτὼν Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 263, καὶ οὐσιαστ. θηριοβρωσία, ἡ, Θ. Στουδ. Cod. Goisl. 94, tol. 272 vo.

Greek Monolingual

θηριόβρωτος, -ον (Α)
κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. αλί-βρωτος, εύ-βρωτος].

Russian (Dvoretsky)

θηριόβρωτος: съеденный дикими животными (ἄνδρες Diod.).