ιερογλύφος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
ο (Α ἱερογλύφος)
αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύφος, σμιλι-γλύφος].