Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱκέτευμα

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκέτευμα Medium diacritics: ἱκέτευμα Low diacritics: ικέτευμα Capitals: ΙΚΕΤΕΥΜΑ
Transliteration A: hikéteuma Transliteration B: hiketeuma Transliteration C: iketevma Beta Code: i(ke/teuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mode of supplication, μέγιστον ἱ. Th.1.137, cf. D.C.68.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκέτευμα: ῐ, τό, τρόπος ἱκεσίας, δεήσεως, καὶ μέγιστον ἦν ἱκέτευμα τοῦτο Θουκ. 1. 137, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mode de supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.

Greek Monolingual

ἱκέτευμα, τὸ (Α) ικετεύω
τρόπος ικεσίας, δεήσεως.

Greek Monotonic

ἱκέτευμα: [ῐ], -ατος, τό, τρόπος ικεσίας, δέησης, σε Θουκ.