ιόζωνος

Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἰόζωνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου
2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, πορφυρό-ζωνος].