ἰόκολπος
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ον, A = ἰόζωνος, Alc.63 (Sapphus est), Sapph. Supp.17.5.
German (Pape)
[Seite 1256] mit purpurfarbnem Busen (des Gewandes, vielleicht = ἰόζωνος), Alc. bei Apoll. de pron. 384 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόκολπος: -ον, = ἰόζωνος, Ἀλκαῖος 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sein paré de violettes.
Étymologie: ἴον, κόλπος.
Greek Monolingual
ἰόκολπος, -ον (Α)
ἰόζωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + κόλπος «μπούστο»].