ἱππευτής

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππευτής Medium diacritics: ἱππευτής Low diacritics: ιππευτής Capitals: ΙΠΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: hippeutḗs Transliteration B: hippeutēs Transliteration C: ippeftis Beta Code: i(ppeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A rider, horseman, Pi.P.9.123: as Adj., Τρῶες B.12.160; στρατός E.HF408 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππευτής: -οῦ, ὁ ἱππεύς, ἔφιππος, Πινδ. Π. 9. 217· ἱππευτὴς στρατὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 408.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui va à cheval;
2 cavalier.
Étymologie: ἱππεύω.

Greek Monolingual

ἱππευτής, ὁ (Α)
ιππεύω
1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος
2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἱππευτής: -οῦ, ὁ, ιππέας, έφιππος, καβαλάρης, σε Ευρ.