ἱππογνώμων

Revision as of 22:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A judging well of horses: hence generally, quick in judging, τινος A.Fr.243, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1259] ονος, pferdekundig, u. übertr., θυμός, übh. kundig, Aesch. frg. 219; vgl. Schol. Soph. Ai. 143.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππογνώμων: -ον, γεν. ονος, ὁ δυνάμενος νὰ κρίνῃ καλῶς περὶ ἵππων· ἐντεῦθεν καθόλου, ταχύς, ὀξὺς εἰς τὸ κρίνειν, τινὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· πρβλ. προβατογνώμων.

Greek Monolingual

ἱππογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή κρίση για ίππους
2. ταχύς ή οξύς στην κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. αργυρο-γνώμων, προβατο-γνώμων.

Russian (Dvoretsky)

ἱππογνώμων: 2, gen. ονος досл. знающий толк в лошадях, перен. (вообще) хорошо разбирающийся, сведущий (τινός Aesch.).