ἱστόπους

From LSJ
Revision as of 22:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

German (Pape)

[Seite 1271] ποδος, ὁ, bes. im plur., die langen Bäume des Webstuhles, zwischen denen das Gewebe ausgespannt ist (s. κελέοντες); ἔργα ἱστοπόδων, Gewebe, Antp. Sid. 87 (VII, 424); Poll. 7, 36.

Greek Monolingual

ἱστόπους, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ἱστόποδες
τα δύο μακριά ξύλα του αργαλειού μεταξύ τών οποίων εκτείνεται καθέτως το ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πους (< πούς), πρβλ. ναυσί-πους, πτερό-πους].

Russian (Dvoretsky)

ἱστόπους: ποδος ὁ, только pl. οἱ ἱστόποδες Anth. рама в ткацком станке для натягивания ткани.