ἱστόπους
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
German (Pape)
[Seite 1271] ποδος, ὁ, bes. im plur., die langen Bäume des Webstuhles, zwischen denen das Gewebe ausgespannt ist (s. κελέοντες); ἔργα ἱστοπόδων, Gewebe, Antp. Sid. 87 (VII, 424); Poll. 7, 36.
Greek Monolingual
ἱστόπους, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ἱστόποδες
τα δύο μακριά ξύλα του αργαλειού μεταξύ τών οποίων εκτείνεται καθέτως το ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πους (< πούς), πρβλ. ναυσί-πους, πτερό-πους].
Russian (Dvoretsky)
ἱστόπους: ποδος ὁ, только pl. οἱ ἱστόποδες Anth. рама в ткацком станке для натягивания ткани.