ἰσχναντικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for reducing, Arist.Pr.885a28, Dsc.1.24.
German (Pape)
[Seite 1272] trocknend, abmagernd, Arist. probl. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχναντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4.
Greek Monolingual
ἰσχναντικός, -ή, -όν (Α) ισχναίνω
αυτός που επιφέρει ίσχνανση.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχναντικός: делающий худым, т. е. изнурительный (οἱ ἀνάντεις τῶν κατάντων ἰσχναντικώτεροι περίπατοι Arst.).