ιχνολογώ
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
ἰχνολογῶ, -έω (AM)
ανιχνεύω, αναζητώ, ιχνηλατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -λογῶ (< -λογος < λόγος), πρβλ. σταχυο-λογώ, ψηφο-λογώ].