διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
καινοπραγῶ, -έω (Μ)
κάνω κάτι νέο και ασυνήθιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγ-α), πρβλ. αδικο-πραγώ, κακο-πραγώ].