καλαμογραφώ

Revision as of 10:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-έω
γράφω με το καλάμι, με τη γραφίδα, εξιστορώ, διηγούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + -γραφώ (< -γράφος), πρβλ. ηθο-γραφώ, υμνο-γραφώ].