εξιστορώ
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
-έω και -άω (AM ἐξιστορῶ, -έω)
μσν.- νεοελλ.
διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια
αρχ.-μσν.
διασαφηνίζω
αρχ.
1. ερευνώ, πληροφορούμαι, βεβαιώνομαι («ἐξιστορήσας και σαφηνίσας ὁδόν», Αισχ.)
2. ανακρίνω κάποιον για να μάθω («μηδέ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιστορώ (< ίστωρ «γνώστης» < οίδα «γνωρίζω»)].