κανέλα
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
Greek Monolingual
(I)
η
εμπορική ονομασία ξύλου αμερικανικής προελεύσεως που έχει λεπτές ίνες, είναι μαλακό και χρησιμοποιείται στη λεπτουργική.
(II)
και κανέλλα 1. γένος φυτών της οικογένειας κανελλίδες
2. δημώδης ονομασία του τροπικού φυτού κιννάμωμον
3. ο αρωματικός φλοιός του φυτού κιννάμωμο που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό
4. φρ. «από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα» — γι' αυτούς που λεν ασυναρτησίες, άσχετα μεταξύ τους πράγματα, αβάσιμα επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. cann-ella, υποκορ. του λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].