καρβουνιάρης

Revision as of 13:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα)
1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα
2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης
3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης, μουντζουρωμένος
νεοελλ.
1. ονομασία πουλιού
2. παροιμ. «κλαίει από το λύκο ο βοσκός, κλαίει κι ο καρβουνιάρης» — γι' αυτούς που συκοφαντούν και κακολογούν άλλους χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μερο-καματ-ιάρης, ταβερν-ιάρης)].