καπρῴζομαι

From LSJ
Revision as of 14:15, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπρῴζομαι Medium diacritics: καπρῴζομαι Low diacritics: καπρώζομαι Capitals: ΚΑΠΡΩΖΟΜΑΙ
Transliteration A: kaprṓizomai Transliteration B: kaprōzomai Transliteration C: kaprozomai Beta Code: kaprw/|zomai

English (LSJ)

   A rut, of the boar, Sciras 1.

Greek Monolingual

καπρῴζομαι (Α)
(για χοίρους) καπρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -ώζομαι, πιθ. αναλογικά προς ρ. σε -ώζω που δηλώνουν φωνές, κραυγές (πρβλ. κρ-ώζω, οιμ-ώζω)].