κάργα

From LSJ
Revision as of 13:09, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

(I)
επίρρ.
1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα»)
2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα»)
3. έντονα, με όλη τη δύναμη
4. πολύ σφιχτά («του έδεσαν τα χέρια κάργα»
5. φρ. ναυτ. «κάργα τα κουπιά» — πρόσταγμα στους κωπηλάτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. carga].
(II)
και κάργια και κάρια, η (Μ κάργα)
άλλη κοινή ονομασία της καλιακούδας
μσν.
φρ. «βοῶ τὴν κάργαν» — κομπορρημονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karga].