καρδοσάντο

From LSJ
Revision as of 13:14, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

το
κοινή ονομασία του φυτού που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστό ως κνίκος η ιεράκανθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cardosanto «ιεράκανθα» (πρβλ. και καμποσάντο)].