καρδιουλκώ

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

καρδιουλκῶ, -έω (Α)
1. βγάζω την καρδιά του θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω
2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα του φυτού, την εντεριώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ουλκῶ (< -ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ-ουλκώ, ξιφ-ουλκώ].