κατάπυρος
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
German (Pape)
[Seite 1373] angezündet, sehr feurig, heiß; bei Theocr. an der unter καταπυρίζω angeführten Stelle vermuthet man κάππυρος εὖσα.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπυρος: -ον, διάπυρος, πεπυρωμένος, ἀναμμένος.
Greek Monolingual
κατάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος, πυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί-πυρος, διά-πυρος].