κατερώ

From LSJ
Revision as of 14:20, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek Monolingual

(I)
κατερῶ, -άω (Α)
1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ.
β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)
2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ «χύνω έξω»].
(II)
κατερῶ, -έω (Α)
1. μιλώ εναντίον κάποιου, καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον («ἀλλά σφεα αὐτὸς ἐγὼ κατερέω πρὸς τὸν μάγον», Ηρόδ.)
2. δηλώνω, διακηρύσσω (α. «πόθεν κατερεῑν», Πίνδ.
β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», Ηρόδ.)
3. μιλώ φανερά, καθαράκατερῶ πρός γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ, μέλλ. του λέγω (αγορεύω φημί)].