κέγχρωμα Search Google

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

κέγχρωμα, τὸ (Α)
1. καθετί που έχει το μέγεθος του κόκκου του κεχριού
2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα
οπές στην περιφέρεια της ασπίδας απ' όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα, πλεύρ-ωμα)].