κερατινοποίηση

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η
1. (βιοχ.) η μετατροπή τών σκληροπρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος τών κυττάρων σε κερατίνη
2. φυσιολ. η εξεργασία με την οποία τα κύτταρα της επιδερμίδας και τών εξαρτημάτων του δέρματος εμποτίζονται με κερατίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. keratinization < keratin (πρβλ. κερατίνη) + iz-ation, που αποδίδεται στην ελλ. με το -ποίηση (< ποιῶ < -ποιός < ποιῶ].