πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
κεραμεοῡς, -ᾱ, -οῦν
(Α) κέραμοςαυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.