κηραψία

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek (Liddell-Scott)

κηραψία: ἡ, τὸ ἀνάπτειν τὰ κηρία, φωταψία, Χρον. Πάσχ. σ. 383C.

Greek Monolingual

κηραψία και κεραψία, ἡ (Μ)
το άναμμα κεριών, η φωταψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν-αψία, φωτ-αψία].