κήνσωρ

From LSJ
Revision as of 16:33, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek (Liddell-Scott)

κήνσωρ: -ορος, (κατὰ Κόντον κήνσωρος, Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 137), ὁ Λατ. censor, τιμητής, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 17. 13, Ἀθαν. Ι. 365Α, C, κλ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κήνσωρ και κένσωρ -ορός ή, ορθ., -ωρος)
νεοελλ.-μσν.
(επί βενετοκρατίας στα Επτάνησα) τιμητικό αξίωμα
αρχ.
(στη Ρώμη) τιμητής, αξίωμα που έφεραν δύο άρχοντες οι οποίοι διενεργούσαν την απογραφή τών πολιτών και την εκτίμηση της περιουσίας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censor «τιμητής»].

German (Pape)

das lat. censor; VLL, NT.